- συνυποβάλλει
- σύν-ὑποβάλλωthrowpres ind mp 2nd sgσύν-ὑποβάλλωthrowpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνυποβάλλω — ΝΜΑ υποβάλλω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο (α. «με την αίτηση συνυποβάλλεται και πιστοποιητικό γεννήσεως» β. «ἡ δὲ κοινότης τοῡ λόγου καὶ τὰ... πάθη ζητήσει συνυποβάλλει», Πλούτ.) μσν. προσθέτω κάτι, κάνω προσθήκες σε κάτι που ήδη υπάρχει… … Dictionary of Greek